- παραδουλεύω
- παραδούλεψα, παραδουλεύτηκα, παραδουλεμένος1. δουλεύω περισσότερο από το κανονικό: Το φετινό καλοκαίρι παραδούλεψα και αρρώστησα. – Το μηχάνημα είναι παραδουλεμένο και δεν αξίζει την τιμή που ζητάτε.2. δουλεύω σε ξένα σπίτια με μεροκάματο, είμαι παραδουλεύτρα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.