παραδουλεύω

παραδουλεύω
παραδούλεψα, παραδουλεύτηκα, παραδουλεμένος
1. δουλεύω περισσότερο από το κανονικό: Το φετινό καλοκαίρι παραδούλεψα και αρρώστησα. – Το μηχάνημα είναι παραδουλεμένο και δεν αξίζει την τιμή που ζητάτε.
2. δουλεύω σε ξένα σπίτια με μεροκάματο, είμαι παραδουλεύτρα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραδουλεύω — 1. δουλεύω πάρα πολύ 2. προσφέρω υπηρεσία ως παραδουλεύτρα …   Dictionary of Greek

  • παραδουλευτής — ο, θηλ. παραδουλεύτρα [παραδουλεύω] 1. αυτός που εκτελεί τις βοηθητικές υπηρεσίες 2. (κυρίως το θηλ.) η παραδουλεύτρα γυναίκα που βοηθά στις δουλειές τού σπιτιού, ευκαιριακή υπηρέτρια …   Dictionary of Greek

  • παραδούλεμα — το [παραδουλεύω] η εργασία τής παραδουλεύτρας …   Dictionary of Greek

  • παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω.   Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”